Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερισία — ἐρισία, ἡ (Μ) 1. έριδα, φιλονεικία 2. συνεκδ. μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρις κατά τα σε ια (πρβλ. επίληψις > επιληψία)] … Dictionary of Greek
ἐρισίας — ἐρισίᾱς , ἐρισία fem acc pl ἐρισίᾱς , ἐρισία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)